- βαθμοφόρος
- οόποιος έχει κάποιο στρατιωτικό αξίωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + -φόρος < φέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Δημήτρ. Πανταζή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαθμοφόρος — ο, η αυτός που φέρει κάποιο βαθμό σε μια ιεραρχική κλίμακα: Στο στρατό ήταν βαθμοφόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αξιωματικός — ή, ό (AM ἀξιωματικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει σχέση με ανώτερα αξιώματα ή αναφέρεται σ αυτά 2. ο σχετικός με αξιώματα της Λογικής ή των Μαθηματικών νεοελλ. Ι. 1. βαθμοφόρος των ενόπλων δυνάμεων από τον βαθμό του ανθυπολοχαγού (και των… … Dictionary of Greek
αξιωματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει κύρος, αυθεντικός: Η αξιωματική αντιπολίτευση αποχώρησε από τη βουλή. – Του μίλησε σε τόνο αξιωματικό. Το αρσ. ως ουσ., αξιωματικός, ο βαθμοφόρος των ενόπλων δυνάμεων από ανθυπολοχαγός (ή σημαιοφόρος ή ανθυποσμηναγός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
NATO-Rangcode — Der NATO Rangcode, der im Standardization Agreement 2116 (STANAG) definiert ist, dient der Vergleichbarkeit der Dienstgrade der verschiedenen Streitkräfte der 28 Mitgliedsstaaten der NATO. Er besteht aus einer Buchstaben Ziffern Kombination … Deutsch Wikipedia
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
βαθμούχος — ο ο βαθμοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + (β συνθετικό) ούχος < έχω (πρβλ. αξιωματούχος, δικαιούχος, πτυχιούχος, συνταξιούχος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στο Ημερολόγιον Ανατολής] … Dictionary of Greek
βαθμός — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνική και στην επιστημονική γλώσσα για να δείξει, χωρίς αξιώσεις επιστημονικής ακριβολογίας, το πόσο εντατικό εμφανίζεται ένα φαινόμενο (π.χ. το τάδε υλικό είναι σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικό στη κάμψη). Η ίδια… … Dictionary of Greek
δίοπος — (I) ο (AM δίοπος) [διέπω] νεοελλ. ναυτ. κατώτερος βαθμοφόρος τού πολεμικού ναυτικού αντίστοιχος τού δεκανέα τού στρατού ξηράς αρχ. μσν. 1. κυβερνήτης 2. κυβερνήτης πλοίου 3. αυτός που επιστατεί στη φόρτωση πλοίου και επιτηρεί το φορτίο. (II)… … Dictionary of Greek
δεκάρχης — ο (AM δεκάρχης) ο επικεφαλής δέκα ανδρών νεοελλ. βαθμοφόρος τού σώματος τής τελωνοφυλακής αρχ. (λατ. decemvir) ένας από το σώμα τών δεκάνδρων … Dictionary of Greek
καμπιδούκτωρ — καμπιδούκτωρ, ος, ὁ (AM) (στη Ρώμη και στο Βυζάντιο) στρατιωτικός βαθμοφόρος ή εκπαιδευτής, οπλοδιδάσκαλος τών στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. campidoctor «οπλοδιδάσκαλος»] … Dictionary of Greek